μανδόλα

μανδόλα
η
βλ. μαντόλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαντόλα — και μανδόλα, η 1. παλαιό έγχορδο μουσικό όργανο, λίγο μεγαλύτερο από το μαντολίνο, τής οικογένειας τού λαούτου, με τέσσερεις ή πέντε διπλές χορδές 2. το τενόρο και ναπολιτάνικο μαντολίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mandola «αμύγδαλο», λόγω τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”